- σίσαρα
- σίσαρονparsnipneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δεββώρα — Βιβλικό πρόσωπο. Ηρωίδα και ποιήτρια του αρχαίου Ισραήλ, τρίτη μεταξύ των Κριτών. Με υπόδειξή της ο στρατηγός και κριτής Βαράκ επιτέθηκε εναντίον του Σισάρα, στρατηγού των Χαναναίων και τον νίκησε. Στον εορτασμό της νίκης η Δ. έψαλε με τον Βαράκ… … Dictionary of Greek